- σεβνταλής
- οερωτιάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεβνταλής — ο, θηλ. σεβνταλού, Ν 1. αυτός που έχει σεβντά, ερωτοχτυπημένος 2. ο επιρρεπής στον έρωτα, ερωτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβντάς + κατάλ. λής (πρβλ. θεριακ λής, μερακ λής)] … Dictionary of Greek
σεβνταλίδικος — η, ο, Ν [σεβνταλής] αυτός που ταιριάζει σε σεβνταλή, παθιάρικος («σεβνταλίδικα τραγούδια»] … Dictionary of Greek